Χάαρλεμ

Χάαρλεμ
(Haarlem). Πόλη (149.198 κάτ.) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα της επαρχίας της βόρειας Ολλανδίας (2.656 τ. χλμ.) της Βόρειας Θάλασσας, λίγο προς τα Δ του Άμστερνταμ. Εκτός από τις βιομηχανίες ειδών διατροφής και μεταλλουργίας, το X. είναι γνωστό και ως το μεγαλύτερο ανθοκομικό κέντρο της χώρας, με εκτεταμένες καλλιέργειες κυρίως τουλίπας, οι βολβοί της οποίας εξάγονται σε όλο τον κόσμο. Η πόλη, που ιδρύθηκε γύρω στον 10o αι., διατηρεί μερικά μνημεία και ένα μέρος των συνοικιών που απέκτησαν φήμη τον 17o αι., όταν εγκαταστάθηκαν εκεί ο Φρανς Χαλς, ο βαν Ρόισνταλ και άλλοι μεγάλοι ζωγράφοι. Χάαρλεμ: η πύλη του Άμστερνταμ, του 15ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κορνέλιτς Βαν Χάαρλεμ — (Cornelisz van Haarlem, Χάαρλεμ 1562 – 1638). Ολλανδός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας του Χάαρλεμ. Διακρίθηκε πολύ νωρίς ως καλλιτέχνης μεγάλης έμπνευσης και εξαιρετικής δεξιοτεχνίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη του… …   Dictionary of Greek

  • Γιαν, Γιαντς — (Χάαρλεμ 1619/20 – Ενχούιζεν 1662). Ολλανδός σχεδιαστής και χαράκτης. Ζωγράφισε θαλάσσιες νεκρές φύσεις που τις χαρακτηρίζει λεπτή χρωματική ευαισθησία και καλαίσθητη επιλογή και τοποθέτηση των αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Ρόισνταλ — (Ruysdal). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιάκομπ βαν (Χάαρλεμ 1629 – Άμστερνταμ 1682). Μαθητής πιθανότατα του πατέρα του Ισαάκ και του θείου του Σαλομόν, που ήταν και οι δυο τοπιογράφοι, μπήκε σε ηλικία 21 ετών στη συντεχνία των ζωγράφων του… …   Dictionary of Greek

  • Χαλς, Φρανς — (Hals, Αμβέρσα γύρω στο 1585 – Χάαρλεμ 1666). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν σχεδόν αποκλειστικά προσωπογράφος, δημιουργός ομαδικών προσωπογραφιών, που αποτελούσαν τυπικό χαρακτηριστικό της νέας διαμαρτυρόμενης και αστικής ολλανδικής δημοκρατίας, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χόοχ, Πιέτερ — (Pieter de Hooch, Ρότερνταμ 1629 – Άμστερνταμ 1684;). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του τοπιογράφου Νικολάες Μπέρχεμ στο Χάαρλεμ, εργάστηκε από το 1653 έως το 1662 στο Ντελφτ, στο Λέιντεν και στη Χάγη και από το 1667 στο Άμστερνταμ. Τα νεανικά του… …   Dictionary of Greek

  • Ρέισνταλ βαν Γιάκομπ — (Ruysdael, 1628 ή 1629 – 1682). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Φαίνεται ότι αρχικά μαθήτευσε πλάι στον Σολομώντα βαν Ρέισνταλ και δέχτηκε την επίδραση του έργου των Π. Πότερ, Ζ. βαν Γκουέν και X. Σέγκερς. Το 1648 έγινε αρχιτεχνίτης στη συντεχνία …   Dictionary of Greek

  • Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Λάστμαν, Πίτερ — (Pieter Lastman, 1583 – 1633). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Έμεινε κυρίως γνωστός ως δάσκαλος του Ρέμπραντ, αν και έχουν διασωθεί πίνακες και χαλκογραφίες του. Από τα έργα του που έχουν σωθεί, τα σπουδαιότερα είναι: Η προσκύνηση των ποιμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”