Κορνέλιτς Βαν Χάαρλεμ — (Cornelisz van Haarlem, Χάαρλεμ 1562 – 1638). Ολλανδός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας του Χάαρλεμ. Διακρίθηκε πολύ νωρίς ως καλλιτέχνης μεγάλης έμπνευσης και εξαιρετικής δεξιοτεχνίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη του… … Dictionary of Greek
Γιαν, Γιαντς — (Χάαρλεμ 1619/20 – Ενχούιζεν 1662). Ολλανδός σχεδιαστής και χαράκτης. Ζωγράφισε θαλάσσιες νεκρές φύσεις που τις χαρακτηρίζει λεπτή χρωματική ευαισθησία και καλαίσθητη επιλογή και τοποθέτηση των αντικειμένων … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ρόισνταλ — (Ruysdal). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιάκομπ βαν (Χάαρλεμ 1629 – Άμστερνταμ 1682). Μαθητής πιθανότατα του πατέρα του Ισαάκ και του θείου του Σαλομόν, που ήταν και οι δυο τοπιογράφοι, μπήκε σε ηλικία 21 ετών στη συντεχνία των ζωγράφων του… … Dictionary of Greek
Χαλς, Φρανς — (Hals, Αμβέρσα γύρω στο 1585 – Χάαρλεμ 1666). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν σχεδόν αποκλειστικά προσωπογράφος, δημιουργός ομαδικών προσωπογραφιών, που αποτελούσαν τυπικό χαρακτηριστικό της νέας διαμαρτυρόμενης και αστικής ολλανδικής δημοκρατίας, καθώς… … Dictionary of Greek
Ντε Χόοχ, Πιέτερ — (Pieter de Hooch, Ρότερνταμ 1629 – Άμστερνταμ 1684;). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του τοπιογράφου Νικολάες Μπέρχεμ στο Χάαρλεμ, εργάστηκε από το 1653 έως το 1662 στο Ντελφτ, στο Λέιντεν και στη Χάγη και από το 1667 στο Άμστερνταμ. Τα νεανικά του… … Dictionary of Greek
Ρέισνταλ βαν Γιάκομπ — (Ruysdael, 1628 ή 1629 – 1682). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Φαίνεται ότι αρχικά μαθήτευσε πλάι στον Σολομώντα βαν Ρέισνταλ και δέχτηκε την επίδραση του έργου των Π. Πότερ, Ζ. βαν Γκουέν και X. Σέγκερς. Το 1648 έγινε αρχιτεχνίτης στη συντεχνία … Dictionary of Greek
Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
Λάστμαν, Πίτερ — (Pieter Lastman, 1583 – 1633). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Έμεινε κυρίως γνωστός ως δάσκαλος του Ρέμπραντ, αν και έχουν διασωθεί πίνακες και χαλκογραφίες του. Από τα έργα του που έχουν σωθεί, τα σπουδαιότερα είναι: Η προσκύνηση των ποιμένων… … Dictionary of Greek